- φορτικόν
- φορτικόςfit for carryingmasc acc sgφορτικόςfit for carryingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φορτικός — ή, ό / φορτικός, ή, όν, ΝΜΑ [φόρτος] ενοχλητικός, βαρετός (α. «μέ παρακαλούσε με τρόπο φορτικό» β. «φορτικῷ ἀκολουθῶν ὄχλῳ», Λουκιαν. γ. «τὸ κουμβαλεῑν γὰρ τὸν πηλὸν ὡς φορτικὸν ἡγοῦμαι», Πρόδρ.) μσν. δυσνόητος, δύσκολος μσν. αρχ. (για νόμους ή… … Dictionary of Greek
бременьныи — (5*) пр. Тяжелый, отягощающий; обремененный: мы оубо надѣюще(с) бл҃гоговѣиньствɤ мни(х). ˫ако николи же имъ прѣслоушати заповѣди. си заповѣдаѥмъ. не зѣло брѣменьна соуща. ни тѩжька ѡ(т) житель бл҃гыхъ и доброразоумьны(х). УСт XII/XIII, 271 об.;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κωμωδός — ο (Α κωμῳδός) ηθοποιός που παίζει σε κωμωδίες («ἵνα δὲ μὴ τὸ τῶν κωμῳδῶν φορτικὸν πρᾱγμα ἀναγκαζώμεθα ποιεῑν ἀνταποδιδόντες ἀλλήλοις», Πλάτ.) νεοελλ. 1. αυτός που προκαλεί το γέλιο με διάφορα μέσα 2. αυτός που εμφανίζει προσποιητά αισθήματα αρχ.… … Dictionary of Greek
προβύω — Α 1. ωθώ κάτι προς τα έξω 2. φρ. «προβύω λύχνον» ωθώ προς τα έξω το φιτίλι τού λύχνου, ξεφιτιλίζω 3. μτφ. (στην κωμωδία) λεγόταν για εκείνους που επιδιώκουν και προκαλούν τη γελοιοποίηση προσώπων αλλά και πραγμάτων («προβύειν φορτικὸν γέλωτα»,… … Dictionary of Greek